Σάββατο 9 Απριλίου 2016

Πες μου


Μη μου μιλάς για νύχτες.
Αν δεν πέρασες τα βράδια σμιλεύοντας τα ζυγωματικά σου με ένα «περίμενε»
          Μη μου μιλάς για νύχτες.
Έχω ξεμείνει από λέξεις να σου αφιερώσω και πρόσωπα να αφιερωθώ. Φαίνεται μείναμε οι δυο μας, εγώ και το είδωλο μου, σε ένα τετ α τετ εξομολογητικό και κάπως αμήχανο. Βλέπεις, είμαι μια γυναίκα με λίγους φραγμούς και πολλούς ηθικούς κώδικες, αρκετούς για να συγκαλύπτουν την ακράδαντη πίστη μου σε ιερά δίχως όσια
Μη μου μιλάς για τάσεις φυγής
Ταξίδεψα στο διάβα σου ουκ ολίγες φορές σε πλαίσιο συνειδητής κάθαρσης και υποσυνείδητης αμαρτίας. Αμαρτία να φοβάμαι πως θα μετανιώσω. Γι’ αυτό ακολουθούσα τυφλά κάθε γλυκιά υπόσχεση και μεθυσμένο ξενύχτι.
Μαζί σου. Με εσένα
Αλλά ποτέ με εμένα. Ο εγωκεντρισμός περιοριζόταν στη χρήση της προσωπικής αντωνυμίας  «εγώ» σε φράσεις όπως- άκουσε τες με επιείκεια, σε παρακαλώ- εγώ… λυπάμαι, εγώ… φοβάμαι, εγώ… ζητώ, θέλω, αγαπώ… εγώ… φοβάμαι πολύ.
Για εμένα. Ίσως και για σένα αν είμαι όσο ανιδιοτελής όσο με παρουσιάζω. Αλλά ποτέ για το μέλλον του επόμενου πρωινού. Αυτός ο φόβος είναι τετριμμένος και επίτρεψε μου να πω, αφελής. Εκφράζεται από εκείνους που δε γνωρίζουν πως οι καλύτερες δικαιολογίες σχηματίζονται με αθώα βλέμματα και τρία σφηνάκια παραπάνω.
«Με συγχωρείτε, σας θέλω»
«Με συγχωρείς, σ’ αγαπώ»
                   Μη μου μιλάς για έρωτα.
          Εγώ στον έδειξα κατάμουτρα, ωμά, ενστικτωδώς, τόσο χυδαία που οι καθολικές καταβολές σου σε ανάγκασαν να ντραπείς τόσο που μου απήγγειλες Εμπειρίκο. Σουρεαλιστικά και με μπόλικο θεατρινισμό, για να μη δείξεις πως μόνο εμένα...
                   «Άνευ όρων, άνευ ορίων» διάβαζες δυνατά… μόνο για εμένα.
          Θυμάσαι το μανιφέστο που σου είχα ζητήσει; Γέρασα. Αν το είχες γράψει ποτέ- σε χαρτί και όχι στο κορμί μου- θα έπρεπε να φορέσω τα γυαλιά πρεσβυωπίας για να το διαβάσω. Καλύτερα έτσι! Και αν με αντίκριζαν τα γράμματα έτσι ξεθωριασμένη; Τι θα αποκρινόμουν;
          Συγγνώμη, γλυκιά μου νεότητα και εμείς σε εγκαταλείψαμε σαν άστοργη τροφό που πάνω στα στήθη της θήλαζες. Στο στήθος μου γεννήθηκες.
          Όχι… άφησα την ποίηση πίσω μου όταν σε γνώρισα και αρκετό καιρό, αφού σε έχασα. Μόνο κάποιες φορές που έχει νυχτώσει αρκετά και δε φοβάμαι τις ανοιχτές κουρτίνες, σε θυμάμαι και προσπαθώ να καταπολεμήσω την ανάγκη μου να σε αγγίξω. Και όμως αυτό το ρυτιδιασμένο μου κεφάλι σε έχει καλά κλειδωμένο μέσα του. Αρπαχτικό η σκέψη σου και εγώ σιγά-σιγά φθείρομαι για να μη δραπετεύσει. Ούτε σπιθαμή δεν πλησιάζω πιο κοντά στο άρωμα σου, μόνο σκηνοθετώ απελπισμένα, πιθανότατα αποτυχημένα, τον εαυτό μου να σου μιλάει τα βράδια. Ξέπνοα.
«Πες μου… εκεί είσαι;
Σε χάνω, όλο και συχνότερα.»
Ένας ροζιασμένος καθρέφτης  με συνοδεύει κάθε φορά που προχωρώ πιο βαθιά μέσα στη ρουτίνα με το ίδιο βλέμμα δυσαρέσκειας να με καρφώνει σε δυο ακριβώς σημεία. Αυχένας και καρπός. Τατουάζ κλεψύδρας στον αυχένα  βαμμένο με ειρωνική νεότητα και το επίγραμμα που με κοροϊδεύει σιωπηλά τις νύχτες
«Ο χρόνος θα σταματήσει να κυλά, μόνο όταν κοιμάσαι»
Αριστερός καρπός, αφού είμαι δεξιόχειρας και οι αυτοκαταστροφικές τάσεις σταματούν μετά την εφηβεία. Τα κοινωνικά προσχήματα δεν επιτρέπουν χέρια με χαραγμένες αλήθειες πάνω τους. Έστω και αν ήταν η δική μου αλήθεια σε μια πραγματικότητα δομημένη από μπόλικες ψευδαισθήσεις και τεράστια φώτα που αναβοσβήνουν διαρκώς. Ή έστω λαμπάκια του modem που τρεμοπαίζουν  και συγγραφικά μπλογκ. Δεν είναι εύκολο να ωριμάζεις. Ακολουθείται από πολύ φριχτές λέξεις, όπως μέλλον και όνειρα. Ποτέ δεν είχα τέτοια. Ακόμη και μαζί σου. Είχα φαντασιώσεις όμως. Όχι φαντασία. Αυτή συναντάται σε μια σφαίρα ουτοπική, όπου τα παιδιά έχουν δει τον ήλιο να ανατέλλει.
Εμείς, αγάπη μου, φαντασιωνόμασταν κάτι πιο σκοτεινό, πιο παιδικό γεμάτο με μεγάλες προσδοκίες για κείμενα που θα αλλάξουν τον κόσμο, θα αλλάξουν εμάς.
Πριν από μια εβδομάδα, σε συγκινησιακά φορτισμένο κλίμακα-πέρασε ένας χρόνος που λείπεις- βρήκα τα παλιά σου κείμενα. Έψαξα στις λέξεις τους τη φωνή σου και μου απάντησε η σκόνη. Θες να με ακούσεις να απαγγέλω;
-Απογύμνωση σε ένα δωμάτιο με λάμπες πυρακτώσεως, ώστε να διαμορφωθεί το κατάλληλο αισθησιακό πλαίσιο. Ο τοίχος ξεχειλίζει από σκόνη. Σκηνοθετική παρέμβαση. Μύρισε την ατμόσφαιρα. Κλεισούρα, καπνός και μπόλικη ανάσα νεότητας.
Μια γυναίκα γυμνή με εφηβαίο επαρκώς επιμελημένο και μάτια γεμάτα ποίηση και λαχτάρα. Δώστης φλόγα να χαθεί και να θα δείξει πως γεννιέται ένας ίαμβος δίχως ευτυχές τέλος. Ο εραστής της  την κοιτάζει σιωπηλά στο κρεβάτι. Περιμένει να της εξηγήσει πως δάκρυα και έρωτας ταιριάζουν όπως και οι δυο τους μετά της δυο το βράδυ. Δε μιλάει. Γιατί να μιλήσει;  Έχει χέρια να την αγγίξει και χείλη να της ψιθυρίσει νωχελικά στο λαιμό πως είναι νέοι ακόμα.
«Η επανάσταση, αγάπη μου, είναι αγώνας συλλογικός»
Την αγκαλιάζει τρυφερά. Μεγέθυνση στα χείλη τους. Ηδονικός ιμπρεσιονισμός με πινελιά από θαλασσινή αλμύρα και ιδρώτα.
Τα βιβλία έχουν σημασία για το σκηνικό, οι πύργοι από ιδεολογίες, λογοτεχνία, φιλοσοφία και λίγο φτηνό ερωτισμό πάνω σε ένα κομοδίνο φοιτητικό γεμάτο στάχτη και λεκέδες από κρασί.
«Μίλα μου. Τι σκέφτεσαι;»
«Τα βιβλία σου και τη στάχτη.»
Τη σηκώνει από το χέρι και τη φιλά στο σημάδι της στον ώμο.
«Γράψε μου ένα μανιφέστο.». Τον παρακαλά με το δάχτυλο της πάνω στα χείλη του.
«Δε χρειάζονται μανιφέστα οι προσωπικοί μας οι αγώνες».
«Θέλω να θυμάμαι, πως ήμασταν κάποιοι, πιστεύαμε σε κάτι, γίναμε κάτι, κάναμε κάτι. Θέλω να παραμείνω ζωντανή. Μέσα σε αυτούς τους τοίχους που μυρίζουν όπως εσύ, κάνουν έρωτα όπως εσύ. Θέλω να υπάρξω. Το καταλαβαίνεις; Θέλω με περιγράψεις με λέξεις που μου θα μου θυμίζουν πώς ανατρίχιαζα κάποτε αυτά τα βράδια. Να μου θυμίζουν πως θα άλλαζα τον κόσμο κάποια μέρα. Κατάλαβε. Γράψε για μένα. Μίλα σε μένα για ε-μένα. Να με γνωρίσω, να δω πως όντως καίω σαν φωτιά και αγαπώ σαν χίμαιρα.
Μη με φθείρεις με σιωπή και με ξεγράψεις με κενές σελίδες και σβησίματα. Άφησε με να υπάρχω λίγο ακόμη, έτσι ακριβώς με τα χείλη σου στα ακροδάχτυλα μου. Μετά… ο χρόνος.»-
Εσύ δεν απάντησες ποτέ εκείνο το βράδυ, έτσι δεν είναι;
 «Πες μου… εκεί είσαι;
Σε χάνω, όλο και  συχνότερα.»
Πεθαίνω και εγώ να ξέρεις. Μην κολακεύεσαι δε θέλω να έρθω να σε βρω. Καρκίνος. Άτιμη αρρώστια, έρπει μέσα στο δέρμα σου σιωπηλά και με κατανόηση, σαν καλός εραστής ένα νηφάλιο βράδυ. Μόνο που αυτός δε φεύγει το πρωί. Ακόμη μπορώ να κάνω τον εαυτό μου να γελάσει, βέβαια τα αστεία του μελλοθάνατου δεν τα εκτιμά ιδιαίτερα η κόρη σου. Πήρε το χιούμορ και την αγωνιστικότητα σου. Ναι, και την άχαρη μύτη σου, αλλά εκείνη είναι πολύ πιο όμορφη από εσένα, οπότε δεν την πειράζει.
Μεγάλο βάρος στις λεπτές πλάτες της η αλλαγή του κόσμου. Θυμάσαι πόσο μας τρέλανε η ανάγκη να κάνουμε κάτι διαφορετικό; Πόσο μας φόβιζε πως η κόρη μας θα μεγάλωνε σε ένα κόσμο ίδιο και απαράλλαχτο, αν όχι χειρότερο, από αυτόν που παραδόθηκε σε εμάς. Έτσι και έγινε, λοιπόν, συμβιβαστήκαμε, μωρό μου και τώρα ανήκουμε σε πίνακες νεκρής φύσης με τη σήψη βαθιά ριζωμένοι στα λαρύγγια μας που άλλοτε ξεφώνιζαν λέξεις σαν φωτιά.
Θα αναρωτιέσαι γιατί τα γράφω όλα αυτά; Αφού κανείς δε θα τα δει ή τουλάχιστον δε θα τα προσέξει. Χάνω τον εαυτό μου αυτές τις ημέρες.
 «Πες μου… εκεί είσαι;
Σε χάνω, όλο και  συχνότερα.»
 Και τα μαλλιά μου, προφανώς. Θα φύγω σε λίγο, το νιώθω και θέλω κάποιος, έστω οι τοίχοι που μας μεγάλωσαν τόσα χρόνια, να ξέρει πως ήμουν εδώ και πως… η συνείδηση μου με ακολούθησε στο διάβα της τόσο αναπόφευκτης ασυνειδησίας.
Δε φοβάμαι, αλήθεια. Το βέλος της αιωνιότητας με μάτωσε από μικρή, μόλις κατάλαβα πως ο χρόνος θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά από μένα. Αλλά θα ήθελα να πω τα εξής πριν σε φιλήσω για τελευταία φορά και για πάντα, έστω και με ξέπνοη φωνή και χέρια τρεμάμενα.
Δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι που ένιωσαν τον έρωτα να τους διαπερνά σύγκορμα, δίχως δικλείδες ασφαλείας και εφεδρικά σχέδια. Εγώ, όμως, μπορώ να πω, καταθέτοντας ένα κομμάτι του είναι και των ματιών μου, ελεύθερη από κάθε υπαρξιακή αναστολή, πως γεννήθηκα με μοναδικό σκοπό να νιώσω. Τα πάντα. Κυρίως, την ελευθερία, τον πόνο και τα χέρια σου. Θα ήθελα. Διόρθωση. Θα έπρεπε να γράψω κάτι στη μικρή για να με θυμάται όπως, ακριβώς, θα ήθελα να με θυμούνται. Να γνωρίζει πως κάποτε… Βαρέθηκα τα κάποτε.
Δεν ξέρω αν τόση ώρα απευθύνομαι σε σένα ή στο χρόνο. Σίγουρα στο χρόνο. Εσύ δε θα με κοιτούσες με τέτοιο βλέμμα απαξίωσης και μέτριας συμπόνιας. Κάποτε, κάποτε, κάποτε. Δεν με αντέχουν άλλο οι παρελθοντικοί χρόνοι. Όχι. Εγώ, τουλάχιστον, πόνεσα, έκλαψα, αγάπησα, γέννησα, άλλαξα και με άλλαξαν. Στο τέλος… ας πει για μένα, πως η μητέρα της έζησε και να συνοδεύσει τη φωνή της με μια μοναδική τελεία για να σημάνει την δική μου ολοκλήρωση.  
«Έζησε κάθε ρήμα στην ενεργητική». Έτσι θα το ήθελα.
 Τώρα..τώρα,  συνδιαλέγομαι με μία παθητική έννοια. Πεθαίνω, φθείρομαι. Μην ξεχνάς, όμως, γλυκιέ μου καθρέφτη πως δείχνεις μόνο αυτό που γίναμε. Όχι αυτό που υπήρξαμε.

                   Και χρόνε, φασίστα… το πάθος ήταν το μανιφέστο μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου