Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

'Ηρθες

«Ήρθες»



«Γιασεμί… Βαρύ φορτίο το άδειο αριστερό πλευρό… δεν θα υπάρξει άλλη σαν εκείνη… Ευτυχία… Σ’ αγαπώ… Λέξεις… Απίθωνε το είναι της… Πολύ μικρή για να νιώσει αγάπη… Σκόνη… Εκείνος… Χρόνος… Εσύ… Επιλογή… Πονούσε περισσότερο… Ευαίσθητη καρμανιόλα… Εσύ.» Λέξεις και ο χρόνος.
Πρέπει να θέσω μια σκηνή, ένας ήρωας δεν αντέχει να πλανιέται στο κοσμικό κενό περισσότερο από μια αιωνιότητα.
Σκοτεινό δωμάτιο, ένα τσιγάρο έσβησε και λίγος καπνός μόλις ξυπνάει. Πρόσωπα. Πρόσωπα. Έλλειψη. Μάτια δεν υπάρχουν για τους κατάδικους, μόνο οπές και σκιές. Λαμπρές συζητήσεις σε ένα έργο χωρίς κατακλείδα. Ποιοι μιλούν; Ποιοι σιωπούν, όταν δακρύζεις;
Οι δείκτες ενός χαλασμένου ρολογιού και οι υάκινθοι στα ποιήματα του Ελύτη.
            Εικόνες, αδιάκοπες σταγόνες σε ένα λαιμό στραμμένο στο σκοτάδι. Μια στάλα ιδρώτα, λίγο αλάτι και ένα κύμα φυλαγμένο στο βάζο δίπλα στην άστεγη ορχιδέα.
Έκλεισα το φως μήπως δεν εισβάλλουν πια τα χείλη σου. Ανίδεη και τολμηρή, να αντιμετωπίζω καθρέφτες χωρίς τείχη υψωμένα.
            Ένα θέατρο αποχαιρετά την τελευταία του αυλαία. Το πλησιάζω διστακτικά και παρακαλώ με χέρια σταυρωμένα να με αιχμαλωτίσει μέσα σε ένα σανίδι. Δε θα πιάνω πολύ χώρο, το υπόσχομαι. Αρκετό για να ξεκουράζεται πάνω μου η σκόνη, να διαβαίνουν ηθοποιοί μιλώντας για αγάπες μεγάλες. Και εγώ… κρυμμένη, απλώς βαστώ τα βήματα τους. Υποβολέα δε χρειάζονται τέτοιες ερμηνείες.
            Μα ήταν η τελευταία παράσταση. Δεν υπάρχουν άνθρωποι στη σκηνή και εγώ μόνο ανιστόρητους έρωτες θυμάμαι. Σώσε με από αυτήν την καταδίκη.
            Ο χρόνος κυλάει, η αυλαία σκίστηκε. Στο θέατρο ζωγραφισμένα τρία συνθήματα, δυο τριαντάφυλλα και μια αναπνοή. Περιμένω το θίασο να έρθει. Κοίτα. Έφτασαν, στήνουν τα σκηνικά για την πρώτη πράξη. Φαντάσματα. Δε τα βλέπεις. Το σανίδι είναι βαρύ και αισθάνεται τα πάντα πέρα από το πέρασμα σου.
            Πράξη 1η: Ένα μικρό παιδί σχεδιάζει με ένα σπασμένο κλαδί ωκεανό στο χώμα, εισπνοή και πέτρες στην καρδιά του.  Ρίγος. Ο άντρας ξεβράζεται. Νεκρός. Το εκκύκλημα τον απομακρύνει.
            Πράξη 2η : Ο ίδιος άντρας χαϊδεύει τον αέρα. Μουσική. Μελαγχολία της ευτυχίας από το Μάνο Χατζιδάκι. Ο νέος σηκώνεται με ελαφρά βήματα. Χορεύει ευτυχισμένος. Γέρνει, κλείνει τα μάτια και διαλύεται σε χίλια κομμάτια
(Παράλληλα ακούγεται και ένα βάζο που σπάει σε θρύψαλα, η ορχιδέα παραμένει άστεγη και το κύμα που ελευθερώνεται πνίγει το παιδικό κομμάτι του νεαρού) 
            Πράξη 3η: Η αιχμηρή άκρη του γυαλιού έχει καρφωθεί βαθιά στο σκονισμένο σανίδι. Ο άντρας και το μικρό παιδί φέρουν στη σκηνή καθρέφτες ντυμένους με πορφύρα. Μια, χαρίστε μου, μια! Ματιά στα βάραθρα. Ύστερα, απογύμνωση για να βρείτε από πού αναβλύζει το αίμα.
            Πράξη 4η : Στήθος γυμνό, χέρια που τρέμουν, βλέμμα στο παιδί που μαθαίνει ξανά να σχεδιάζει μικρές, μικρές λιμνούλες. «Κρυώνω. Τα χέρια σου… είναι κρύα». Ο άντρας γράφει μια άνω τελεία ανάμεσα στο εσωτερικό των γοφών μου. Σημείο στίξης. Με κοιτάζει. «Έχεις πολύ όμορφη φωνή. Χα, φωνή! Τι υπέροχη λέξη». Χαρούμενος. Οι άνθρωποι δε μιλούν μετά το θάνατο. Ποιο το νόημα; Αγάπη δεν υπάρχει. Εξάλλου κανείς ποτέ δε φοβήθηκε την αιώνια σιωπή. «Σ’ αγαπώ». Τον αγαπώ, γιατί φροντίζει το γυναικείο μου σημάδι. Αιμορραγώ και κανένα παιδί δε γεννιέται. Σφαδάζω και μόνο το αγόρι κλαίει. Πλέον οι λίμνες έγιναν θάλασσες και το γλυκό φιλί, αλάτι.
«Σταματήστε». Θαυμαστικό ανάμεσα στα στήθη μου. Τι είναι όλα αυτά; Τι συμβαίνει;
«Συγγνώμη, θέλω… τέλος πια». Οι απορίες δε λυτρώνουν το μούδιασμα σε βλέφαρα κλειστά. Ένα ακροδάχτυλο αγγίζει τα χείλη μου και έπειτα τη κλειτορίδα. «Σ’αγαπώ». Η φωνή μου ανταποδίδει σαν ηχώ που επιτέλους επέστρεψε από τα πέρατα. «Η τελευταία πράξη είναι δική σου».
            Επίλογος. Δεν υπήρξε ποτέ. 2 θάνατοι ήταν αρκετοί για να διαλυθεί η σκηνή και το αίμα στα δάχτυλα μου. Πρώτα το παιδί και ύστερα εγώ. Ήρθες, ναι ήρθες όντως. Ήμουν γυμνή και έλεγα πως αγαπούσα το τέλος. Ήμουν γυμνή και κανείς δεν μου έδειξε πως η ελπίδα σε σπαράζει. Ήρθες ναι ήρθες. Στερνό τραγούδι μου κρυφό, ποτέ δεν το είπα αρκετά δυνατά να το ακούσεις «Ευχαριστώ για την αιωνιότητα και τη μικρή μου αθανασία».

            Χάθηκες. Επίλογος δεύτερος. Δεν υπάρχουν άνθρωποι, το δωμάτιο είναι κενό. Κείμενα διάσπαρτα, αποσιωπητικά και φράσεις. Οι λέξεις δεν με αντέχουν πλέον. Παράπαια αρκετά, καιρός να εγκαταλείψω. Λέξεις. Για μια φορά ακόμη. Ο θάνατος δεν είναι ποτέ αρκετός για να γλιτώσω.

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Ένας μικρός πρόλογος

«ΠΡΟΛΟΓΟΣ»

«Κύριες και κύριοι, πιωμένοι και υποκριτές νηφάλιοι, καλλιτέχνες και μικροαστοί μου βολεμένοι, καλωσήρθατε»
Εκτενής παύση, ο υποβολέας σηκώνεται, προσφέρει ένα χαρτί στον αρχιμαφιόζο που έχει καταλάβει τη σκηνή.
Το κοινό νιώθει άβολα, αδιόρατες ερωτήσεις ξεπετάγονται, κενά ερωτηματικά. Πού ήρθαμε, τι είναι εδώ.
Ο μίμος ξεροβήχει
«Συγγνώμη, συγγνώμη για την αναστάτωση, το αξιότιμο επιτελείο μου και εγώ θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε πως… αχ πώς να το θέσω κόσμια… δεν υπάρχει παράσταση, όλα ήταν μια απάτη, μια αξιοπρεπέστατη διαφήμιση, σας κατακλέψαμε…ΠΟΥΦ, αέρας, κενό, τίποτα. Μπορείτε να φύγετε, διεκδικήστε τα χρήματα σας πίσω, δε θα σας τα δώσουμε. Άντε σηκωθείτε!»
Το κοινό χαμογελάει. Ο φαρσέρ τους κοιτάζει επίμονα. Το κοινό παραμένει καθισμένο. Ο πιο θαρραλέος φωνάζει: «Επόμενη πράξη»
Το δάκρυ του μίμου ξεφτίζει, καλύπτεται από ένα αληθινό. «Ποια συνέχεια; Μα σας εξήγησα… απάτη, σας παρακαλώ πιστέψτε με, δεν υπάρχει έργο, ούτε πλοκή! Βλαμμένα, καθισμένα όντα! Σηκωθείτε»
Μια καθωσπρέπει κυρία παίζει νευρικά με το φουλάρι της, ο άντρας της σφίγγει τον καρπό της. «Μα δεν επιτρέπω τέτοια γλώσσα. Θεατρίνοι, νομίζουν πως έχουν κάτι να πουν λέγοντας την αλήθεια.» Ευθύς καλύπτει το στόμα της με το μαντήλι, ο σύζυγος της, γνωστός γιατρός και κοσμικός, βεβαίως βεβαίως, την κοιτάζει απορημένος. Από πού και ως που τέτοια δόση σοφίας από μια κυρία της τάξης μας;
«Σας παρακαλώ, ησυχάστε δεν ακούμε τα λόγια του ηθοποιού!» Η γηραιότερη γυναίκα φαίνεται ενοχλημένη, έχει δει πολλές παραστάσεις μα ετούτη εδώ τις έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον, δίχως πλοκή, αλλά τόσο γνώριμη σαν να την έχει δει εκατομμύρια φορές σε ένα γνώριμο, μισοξεχασμένο όνειρο. Εκείνες τις νύχτες της Κατοχής που όλοι φωνάζουν πριν λαλήσει ο κόκορας πως πρέπει να ξυπνήσει. Έρχεται η μέρα της αγρύπνιας. Όχι, όμως, τώρα βρίσκεται σε μια εξελισσόμενη φαρσοκωμωδία, τη ζωή.
«Τη ζωή την αφήσαμε εδώ και ένα τέταρτο, πέντε βήματα πιο πίσω, μαζί με τα παλτό και τις ακριβές εσάρπες μας.» Συμπληρώνει αναστοχαζόμενη η παιδική της φίλη που υπομονετικά κοιτάζει τον ουρανό, παρακαλώντας το Μεγαλοδύναμο να τη γλιτώσει από ένα ακόμη ευτυχές ανούσιο τέλος.
«Κοίτα τις γριές πως σιγοψελλίζουν, κοιτούν το Θεό, σαν κάτι να περιμένουν. Ανόητες κυράτσες, το θάνατο δεν το γλιτώνετε. Γιατί ήρθαμε σήμερα, είχε βραδιά χορού λίγο πιο πέρα. Εσύ και οι φαεινές σου ιδέες. Θα ήταν καλό να δούμε και κάτι του επιπέδου μας για μια φορά. Όχι άλλη εκτόνωση. Χαζομάρες και εγώ σε ακούω. Αν δε βελτιωθεί η κατάσταση, εγώ θα φύγω, με ακούς;» Νεαρός με αίμα βρασμένο, πάθος που εξατμίστηκε και με μία στύση που μαίνεται για τη συνέχεια της βραδιάς. Η κοπέλα τον ακούει στωικά και φαντασιώνεται τις διπλές ρυτίδες των γιαγιάδων. Χρονολαγνεία ή πιο απλά κούραση για τις απαιτήσεις της νεότητας.
Ο ταξιθέτης προχωράει προς τη σκηνή με αργά, σταθερά βήματα. Ροδάκια σέρνονται πάνω στο ξύλο, ο μίμος παραχωρεί τη θέση του στην καρμανιόλα.

«Τη νύχτα σου μιλώ σαν απευθύνομαι σε ευαίσθητη καρμανιόλα.
Μην απορείς οι λέξεις δε λικνίζονται παρά μόνο σαν ακούν το όνομα σου
Γλυκιά, φιλήδονη απογοήτευση μη στραγγίζεις το αλκοόλ από τους εξορισμένους
Μια πρόποση
Σε εσάς που κυλήσατε σε τούτα τα απωθημένα χείλη
Δε σας μισώ, μόνο καταριέμαι τη ζωή που σας χάρισε μόνο τόσες ευκαιρίες
Άγγιξα την παραίσθηση, με φίλησε, με κράτησε και μου έδωσε κάτι παραπάνω από ένα ποίημα για να γράψω»
Θάνατος, χειροκρότημα
«Μα τι ρεαλισμός! Τι ταλέντο! Μπράβο στο σκηνοθέτη»
Κραυγές φόβου από τον αρχιμαφιόζο. Οι θεατές ξεσάλωσαν, ο τολμηρός ορμά στο πιάνο! «Τραγουδήστε σας λέω. Τραγουδήστε για το θάνατο, για την ποίηση! Αχ τι κέφι.»
«Δεν είναι παράσταση. Είναι νεκρός. Νεκρός. Νεκρός» Η φωνή του αργοσβήνει. Ξαφνικά αποκτά ενδιαφέρον, κανείς δε σηκώνεται, κανείς δε φεύγει. Μόνο η γριά. Την καλεί ο ουρανός, με τα μάτια κλειστά και πίστη σε παντοδύναμες υπάρξεις. «Δε βαρεθήκατε, όχι άλλα θεάματα. Γιατί κανείς δεν κινείται;» Όχι άλλο αίμα
Οι πραγματικοί ηθοποιοί βρίσκονται στοιβαγμένοι στα μικρά τους καμαρίνια, κελιά με στροφές, στίχους και ερμηνείες. Υπήρξε παράσταση, ένα παιδικό θεατρικό που ποτέ δεν ανέβηκε. Επαναλήψεις σε σφιγμένες αγκαλιές
«Το σκιάχτρο που έγινε άνθρωπος»
«Ο ήλιος ο μεγάλος, ο φωτεινός»
«Αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ»
«Σας ευχαριστούμε που μας παρακολουθήσατε»
Κάποτε θα καταλάβουν…