Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Εξοχική κατοικία.

Και αν έμεινα μακριά να ξέρεις πως μας χώριζαν δύο βήματα, και πολλές δικές μου υπενθυμίσεις.
«Η ώρα είναι 10 ακριβώς. Λείπεις.»
Ο χρόνος μου ήταν δικός σου και ας μου ζητούσες να τον ανταλλάξω για κάτι πιο φανταχτερό όπως μια χρυσή κορδέλα ή το καινούργιο διήγημα του αγαπημένου σου συγγραφέα. Κοίτα!
Ναι, δες...βρήκα μόνο τις πρώτες σελίδες, οι άλλες είχαν εξαντληθεί.
Ναι , πλέον, τα βιβλία τα πουλούν μισά. Για να μαντέψεις εσύ το τέλος ή να κάνεις μια καινούρια αρχή.
Μια καινούρια αρχή χρειαζόμαστε. Θα κλείσω τα μάτια θα μετρήσω ως το τέλος-πάντα τόσο συγκεκριμένα δοσμένο- και όταν τα ανοίξω θα είσαι εκεί. Με χέρι προτεταγμένο και θα μου φωνάξεις το όνομα σου.
Σαν δικό μου θα το χω. Μην ξεχαστείς.
Έχω τόσα πολλά να σου πω. Μια προσωπική φαντασίωση όπου μαζεύω πεσμένους καρπούς πορτοκαλιάς και σου τους δίνω και εσύ είσαι μονάχα εκεί και τους παίρνεις στα χέρια σου, κλείνεις τα μάτια και χαμογελάς. Μια καθημερινότητα κάπου μακριά. Μακριά από το ρεαλισμό μου και το υπέρογκα ποσά ονειροπόλησης.  
Εκεί θα βρισκόμαστε μιά φορά στις τόσες, σαν φίλοι καλοί με δουλειές σε πολυεθνικές και άδεια 12 ημερών. 10 για την οικογένεια και δυο για τους φίλους. Θα σου ανοίγω την πόρτα του εξοχικού κοντά στην Αττική με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο χέρι και ας είναι καλοκαίρι και γκρινιάζεις. Θα κάθομαι οκλαδόν στον καναπέ και εσύ σε μια πολυθρόνα δίπλα και θα μου μιλάς για τη δουλειά, το ωράριο και εκείνη την παρουσίαση που το αφεντικό σου δεν πολυκατάλαβε, οπότε έπρεπε να την περιγράψεις πιο απλά και με μπόλικες χειρονομίες για να σε προσέξει. Μετά θα με κοιτάς, ίσως, για και για αρκετή ώρα ακόμη. Κάπως αμήχανα θα σε ρωτήσω για αυτούς. Την οικογένεια. Θα μου πεις πως είναι καλά. Τα παιδιά μεγαλώνουν και έχουν περισσότερες ανάγκες, δε ζωγραφίζουν όσο καλά θα ήθελες και εγώ θα γελάσω, γιατί ξέρω πόσο προσπαθούσες να τους μάθεις να σχεδιάζουν τα παράθυρα συμμετρικά με την πόρτα. Για τον άνθρωπο σου δε θα μιλήσω. Δε νιώθω άνετα. Ούτε και εσύ.
«Εγώ; Όπως τα ξέρεις. Δουλεύω και τα βράδια γράφω.»
«Για έσενα; Ναι και για εσένα. Ίσως και για κάποιον καινούριο, ποτέ δεν ξέρω ποιος είναι ποιος.»
«Έλα κοντά μου.»
Μόλις ξεστομήσω αυτή τη φράση οι δύο μέρες θα έχουν τελειώσει, όπως ο καφές, τα τσίγαρα, και το τετράδιο με τις σημειώσεις μου. Σήκωνομαι, σε φιλώ στο μάγουλο και κλείνω την πόρτα. Λίγο απότομα και πάντα το μετανιώνω το ίδιο βράδυ.
«Μείνε».
Ο ήχος της φωνής μου ανακλάται στην  κλειστή πόρτα, γυρίζει πίσω και παίρνει τη θέση σου.Και λέει

«Φύγε μακριά»

Σάββατο 9 Απριλίου 2016

Πες μου


Μη μου μιλάς για νύχτες.
Αν δεν πέρασες τα βράδια σμιλεύοντας τα ζυγωματικά σου με ένα «περίμενε»
          Μη μου μιλάς για νύχτες.
Έχω ξεμείνει από λέξεις να σου αφιερώσω και πρόσωπα να αφιερωθώ. Φαίνεται μείναμε οι δυο μας, εγώ και το είδωλο μου, σε ένα τετ α τετ εξομολογητικό και κάπως αμήχανο. Βλέπεις, είμαι μια γυναίκα με λίγους φραγμούς και πολλούς ηθικούς κώδικες, αρκετούς για να συγκαλύπτουν την ακράδαντη πίστη μου σε ιερά δίχως όσια
Μη μου μιλάς για τάσεις φυγής
Ταξίδεψα στο διάβα σου ουκ ολίγες φορές σε πλαίσιο συνειδητής κάθαρσης και υποσυνείδητης αμαρτίας. Αμαρτία να φοβάμαι πως θα μετανιώσω. Γι’ αυτό ακολουθούσα τυφλά κάθε γλυκιά υπόσχεση και μεθυσμένο ξενύχτι.
Μαζί σου. Με εσένα
Αλλά ποτέ με εμένα. Ο εγωκεντρισμός περιοριζόταν στη χρήση της προσωπικής αντωνυμίας  «εγώ» σε φράσεις όπως- άκουσε τες με επιείκεια, σε παρακαλώ- εγώ… λυπάμαι, εγώ… φοβάμαι, εγώ… ζητώ, θέλω, αγαπώ… εγώ… φοβάμαι πολύ.
Για εμένα. Ίσως και για σένα αν είμαι όσο ανιδιοτελής όσο με παρουσιάζω. Αλλά ποτέ για το μέλλον του επόμενου πρωινού. Αυτός ο φόβος είναι τετριμμένος και επίτρεψε μου να πω, αφελής. Εκφράζεται από εκείνους που δε γνωρίζουν πως οι καλύτερες δικαιολογίες σχηματίζονται με αθώα βλέμματα και τρία σφηνάκια παραπάνω.
«Με συγχωρείτε, σας θέλω»
«Με συγχωρείς, σ’ αγαπώ»
                   Μη μου μιλάς για έρωτα.
          Εγώ στον έδειξα κατάμουτρα, ωμά, ενστικτωδώς, τόσο χυδαία που οι καθολικές καταβολές σου σε ανάγκασαν να ντραπείς τόσο που μου απήγγειλες Εμπειρίκο. Σουρεαλιστικά και με μπόλικο θεατρινισμό, για να μη δείξεις πως μόνο εμένα...
                   «Άνευ όρων, άνευ ορίων» διάβαζες δυνατά… μόνο για εμένα.
          Θυμάσαι το μανιφέστο που σου είχα ζητήσει; Γέρασα. Αν το είχες γράψει ποτέ- σε χαρτί και όχι στο κορμί μου- θα έπρεπε να φορέσω τα γυαλιά πρεσβυωπίας για να το διαβάσω. Καλύτερα έτσι! Και αν με αντίκριζαν τα γράμματα έτσι ξεθωριασμένη; Τι θα αποκρινόμουν;
          Συγγνώμη, γλυκιά μου νεότητα και εμείς σε εγκαταλείψαμε σαν άστοργη τροφό που πάνω στα στήθη της θήλαζες. Στο στήθος μου γεννήθηκες.
          Όχι… άφησα την ποίηση πίσω μου όταν σε γνώρισα και αρκετό καιρό, αφού σε έχασα. Μόνο κάποιες φορές που έχει νυχτώσει αρκετά και δε φοβάμαι τις ανοιχτές κουρτίνες, σε θυμάμαι και προσπαθώ να καταπολεμήσω την ανάγκη μου να σε αγγίξω. Και όμως αυτό το ρυτιδιασμένο μου κεφάλι σε έχει καλά κλειδωμένο μέσα του. Αρπαχτικό η σκέψη σου και εγώ σιγά-σιγά φθείρομαι για να μη δραπετεύσει. Ούτε σπιθαμή δεν πλησιάζω πιο κοντά στο άρωμα σου, μόνο σκηνοθετώ απελπισμένα, πιθανότατα αποτυχημένα, τον εαυτό μου να σου μιλάει τα βράδια. Ξέπνοα.
«Πες μου… εκεί είσαι;
Σε χάνω, όλο και συχνότερα.»
Ένας ροζιασμένος καθρέφτης  με συνοδεύει κάθε φορά που προχωρώ πιο βαθιά μέσα στη ρουτίνα με το ίδιο βλέμμα δυσαρέσκειας να με καρφώνει σε δυο ακριβώς σημεία. Αυχένας και καρπός. Τατουάζ κλεψύδρας στον αυχένα  βαμμένο με ειρωνική νεότητα και το επίγραμμα που με κοροϊδεύει σιωπηλά τις νύχτες
«Ο χρόνος θα σταματήσει να κυλά, μόνο όταν κοιμάσαι»
Αριστερός καρπός, αφού είμαι δεξιόχειρας και οι αυτοκαταστροφικές τάσεις σταματούν μετά την εφηβεία. Τα κοινωνικά προσχήματα δεν επιτρέπουν χέρια με χαραγμένες αλήθειες πάνω τους. Έστω και αν ήταν η δική μου αλήθεια σε μια πραγματικότητα δομημένη από μπόλικες ψευδαισθήσεις και τεράστια φώτα που αναβοσβήνουν διαρκώς. Ή έστω λαμπάκια του modem που τρεμοπαίζουν  και συγγραφικά μπλογκ. Δεν είναι εύκολο να ωριμάζεις. Ακολουθείται από πολύ φριχτές λέξεις, όπως μέλλον και όνειρα. Ποτέ δεν είχα τέτοια. Ακόμη και μαζί σου. Είχα φαντασιώσεις όμως. Όχι φαντασία. Αυτή συναντάται σε μια σφαίρα ουτοπική, όπου τα παιδιά έχουν δει τον ήλιο να ανατέλλει.
Εμείς, αγάπη μου, φαντασιωνόμασταν κάτι πιο σκοτεινό, πιο παιδικό γεμάτο με μεγάλες προσδοκίες για κείμενα που θα αλλάξουν τον κόσμο, θα αλλάξουν εμάς.
Πριν από μια εβδομάδα, σε συγκινησιακά φορτισμένο κλίμακα-πέρασε ένας χρόνος που λείπεις- βρήκα τα παλιά σου κείμενα. Έψαξα στις λέξεις τους τη φωνή σου και μου απάντησε η σκόνη. Θες να με ακούσεις να απαγγέλω;
-Απογύμνωση σε ένα δωμάτιο με λάμπες πυρακτώσεως, ώστε να διαμορφωθεί το κατάλληλο αισθησιακό πλαίσιο. Ο τοίχος ξεχειλίζει από σκόνη. Σκηνοθετική παρέμβαση. Μύρισε την ατμόσφαιρα. Κλεισούρα, καπνός και μπόλικη ανάσα νεότητας.
Μια γυναίκα γυμνή με εφηβαίο επαρκώς επιμελημένο και μάτια γεμάτα ποίηση και λαχτάρα. Δώστης φλόγα να χαθεί και να θα δείξει πως γεννιέται ένας ίαμβος δίχως ευτυχές τέλος. Ο εραστής της  την κοιτάζει σιωπηλά στο κρεβάτι. Περιμένει να της εξηγήσει πως δάκρυα και έρωτας ταιριάζουν όπως και οι δυο τους μετά της δυο το βράδυ. Δε μιλάει. Γιατί να μιλήσει;  Έχει χέρια να την αγγίξει και χείλη να της ψιθυρίσει νωχελικά στο λαιμό πως είναι νέοι ακόμα.
«Η επανάσταση, αγάπη μου, είναι αγώνας συλλογικός»
Την αγκαλιάζει τρυφερά. Μεγέθυνση στα χείλη τους. Ηδονικός ιμπρεσιονισμός με πινελιά από θαλασσινή αλμύρα και ιδρώτα.
Τα βιβλία έχουν σημασία για το σκηνικό, οι πύργοι από ιδεολογίες, λογοτεχνία, φιλοσοφία και λίγο φτηνό ερωτισμό πάνω σε ένα κομοδίνο φοιτητικό γεμάτο στάχτη και λεκέδες από κρασί.
«Μίλα μου. Τι σκέφτεσαι;»
«Τα βιβλία σου και τη στάχτη.»
Τη σηκώνει από το χέρι και τη φιλά στο σημάδι της στον ώμο.
«Γράψε μου ένα μανιφέστο.». Τον παρακαλά με το δάχτυλο της πάνω στα χείλη του.
«Δε χρειάζονται μανιφέστα οι προσωπικοί μας οι αγώνες».
«Θέλω να θυμάμαι, πως ήμασταν κάποιοι, πιστεύαμε σε κάτι, γίναμε κάτι, κάναμε κάτι. Θέλω να παραμείνω ζωντανή. Μέσα σε αυτούς τους τοίχους που μυρίζουν όπως εσύ, κάνουν έρωτα όπως εσύ. Θέλω να υπάρξω. Το καταλαβαίνεις; Θέλω με περιγράψεις με λέξεις που μου θα μου θυμίζουν πώς ανατρίχιαζα κάποτε αυτά τα βράδια. Να μου θυμίζουν πως θα άλλαζα τον κόσμο κάποια μέρα. Κατάλαβε. Γράψε για μένα. Μίλα σε μένα για ε-μένα. Να με γνωρίσω, να δω πως όντως καίω σαν φωτιά και αγαπώ σαν χίμαιρα.
Μη με φθείρεις με σιωπή και με ξεγράψεις με κενές σελίδες και σβησίματα. Άφησε με να υπάρχω λίγο ακόμη, έτσι ακριβώς με τα χείλη σου στα ακροδάχτυλα μου. Μετά… ο χρόνος.»-
Εσύ δεν απάντησες ποτέ εκείνο το βράδυ, έτσι δεν είναι;
 «Πες μου… εκεί είσαι;
Σε χάνω, όλο και  συχνότερα.»
Πεθαίνω και εγώ να ξέρεις. Μην κολακεύεσαι δε θέλω να έρθω να σε βρω. Καρκίνος. Άτιμη αρρώστια, έρπει μέσα στο δέρμα σου σιωπηλά και με κατανόηση, σαν καλός εραστής ένα νηφάλιο βράδυ. Μόνο που αυτός δε φεύγει το πρωί. Ακόμη μπορώ να κάνω τον εαυτό μου να γελάσει, βέβαια τα αστεία του μελλοθάνατου δεν τα εκτιμά ιδιαίτερα η κόρη σου. Πήρε το χιούμορ και την αγωνιστικότητα σου. Ναι, και την άχαρη μύτη σου, αλλά εκείνη είναι πολύ πιο όμορφη από εσένα, οπότε δεν την πειράζει.
Μεγάλο βάρος στις λεπτές πλάτες της η αλλαγή του κόσμου. Θυμάσαι πόσο μας τρέλανε η ανάγκη να κάνουμε κάτι διαφορετικό; Πόσο μας φόβιζε πως η κόρη μας θα μεγάλωνε σε ένα κόσμο ίδιο και απαράλλαχτο, αν όχι χειρότερο, από αυτόν που παραδόθηκε σε εμάς. Έτσι και έγινε, λοιπόν, συμβιβαστήκαμε, μωρό μου και τώρα ανήκουμε σε πίνακες νεκρής φύσης με τη σήψη βαθιά ριζωμένοι στα λαρύγγια μας που άλλοτε ξεφώνιζαν λέξεις σαν φωτιά.
Θα αναρωτιέσαι γιατί τα γράφω όλα αυτά; Αφού κανείς δε θα τα δει ή τουλάχιστον δε θα τα προσέξει. Χάνω τον εαυτό μου αυτές τις ημέρες.
 «Πες μου… εκεί είσαι;
Σε χάνω, όλο και  συχνότερα.»
 Και τα μαλλιά μου, προφανώς. Θα φύγω σε λίγο, το νιώθω και θέλω κάποιος, έστω οι τοίχοι που μας μεγάλωσαν τόσα χρόνια, να ξέρει πως ήμουν εδώ και πως… η συνείδηση μου με ακολούθησε στο διάβα της τόσο αναπόφευκτης ασυνειδησίας.
Δε φοβάμαι, αλήθεια. Το βέλος της αιωνιότητας με μάτωσε από μικρή, μόλις κατάλαβα πως ο χρόνος θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά από μένα. Αλλά θα ήθελα να πω τα εξής πριν σε φιλήσω για τελευταία φορά και για πάντα, έστω και με ξέπνοη φωνή και χέρια τρεμάμενα.
Δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι που ένιωσαν τον έρωτα να τους διαπερνά σύγκορμα, δίχως δικλείδες ασφαλείας και εφεδρικά σχέδια. Εγώ, όμως, μπορώ να πω, καταθέτοντας ένα κομμάτι του είναι και των ματιών μου, ελεύθερη από κάθε υπαρξιακή αναστολή, πως γεννήθηκα με μοναδικό σκοπό να νιώσω. Τα πάντα. Κυρίως, την ελευθερία, τον πόνο και τα χέρια σου. Θα ήθελα. Διόρθωση. Θα έπρεπε να γράψω κάτι στη μικρή για να με θυμάται όπως, ακριβώς, θα ήθελα να με θυμούνται. Να γνωρίζει πως κάποτε… Βαρέθηκα τα κάποτε.
Δεν ξέρω αν τόση ώρα απευθύνομαι σε σένα ή στο χρόνο. Σίγουρα στο χρόνο. Εσύ δε θα με κοιτούσες με τέτοιο βλέμμα απαξίωσης και μέτριας συμπόνιας. Κάποτε, κάποτε, κάποτε. Δεν με αντέχουν άλλο οι παρελθοντικοί χρόνοι. Όχι. Εγώ, τουλάχιστον, πόνεσα, έκλαψα, αγάπησα, γέννησα, άλλαξα και με άλλαξαν. Στο τέλος… ας πει για μένα, πως η μητέρα της έζησε και να συνοδεύσει τη φωνή της με μια μοναδική τελεία για να σημάνει την δική μου ολοκλήρωση.  
«Έζησε κάθε ρήμα στην ενεργητική». Έτσι θα το ήθελα.
 Τώρα..τώρα,  συνδιαλέγομαι με μία παθητική έννοια. Πεθαίνω, φθείρομαι. Μην ξεχνάς, όμως, γλυκιέ μου καθρέφτη πως δείχνεις μόνο αυτό που γίναμε. Όχι αυτό που υπήρξαμε.

                   Και χρόνε, φασίστα… το πάθος ήταν το μανιφέστο μας.

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

'Ηρθες

«Ήρθες»



«Γιασεμί… Βαρύ φορτίο το άδειο αριστερό πλευρό… δεν θα υπάρξει άλλη σαν εκείνη… Ευτυχία… Σ’ αγαπώ… Λέξεις… Απίθωνε το είναι της… Πολύ μικρή για να νιώσει αγάπη… Σκόνη… Εκείνος… Χρόνος… Εσύ… Επιλογή… Πονούσε περισσότερο… Ευαίσθητη καρμανιόλα… Εσύ.» Λέξεις και ο χρόνος.
Πρέπει να θέσω μια σκηνή, ένας ήρωας δεν αντέχει να πλανιέται στο κοσμικό κενό περισσότερο από μια αιωνιότητα.
Σκοτεινό δωμάτιο, ένα τσιγάρο έσβησε και λίγος καπνός μόλις ξυπνάει. Πρόσωπα. Πρόσωπα. Έλλειψη. Μάτια δεν υπάρχουν για τους κατάδικους, μόνο οπές και σκιές. Λαμπρές συζητήσεις σε ένα έργο χωρίς κατακλείδα. Ποιοι μιλούν; Ποιοι σιωπούν, όταν δακρύζεις;
Οι δείκτες ενός χαλασμένου ρολογιού και οι υάκινθοι στα ποιήματα του Ελύτη.
            Εικόνες, αδιάκοπες σταγόνες σε ένα λαιμό στραμμένο στο σκοτάδι. Μια στάλα ιδρώτα, λίγο αλάτι και ένα κύμα φυλαγμένο στο βάζο δίπλα στην άστεγη ορχιδέα.
Έκλεισα το φως μήπως δεν εισβάλλουν πια τα χείλη σου. Ανίδεη και τολμηρή, να αντιμετωπίζω καθρέφτες χωρίς τείχη υψωμένα.
            Ένα θέατρο αποχαιρετά την τελευταία του αυλαία. Το πλησιάζω διστακτικά και παρακαλώ με χέρια σταυρωμένα να με αιχμαλωτίσει μέσα σε ένα σανίδι. Δε θα πιάνω πολύ χώρο, το υπόσχομαι. Αρκετό για να ξεκουράζεται πάνω μου η σκόνη, να διαβαίνουν ηθοποιοί μιλώντας για αγάπες μεγάλες. Και εγώ… κρυμμένη, απλώς βαστώ τα βήματα τους. Υποβολέα δε χρειάζονται τέτοιες ερμηνείες.
            Μα ήταν η τελευταία παράσταση. Δεν υπάρχουν άνθρωποι στη σκηνή και εγώ μόνο ανιστόρητους έρωτες θυμάμαι. Σώσε με από αυτήν την καταδίκη.
            Ο χρόνος κυλάει, η αυλαία σκίστηκε. Στο θέατρο ζωγραφισμένα τρία συνθήματα, δυο τριαντάφυλλα και μια αναπνοή. Περιμένω το θίασο να έρθει. Κοίτα. Έφτασαν, στήνουν τα σκηνικά για την πρώτη πράξη. Φαντάσματα. Δε τα βλέπεις. Το σανίδι είναι βαρύ και αισθάνεται τα πάντα πέρα από το πέρασμα σου.
            Πράξη 1η: Ένα μικρό παιδί σχεδιάζει με ένα σπασμένο κλαδί ωκεανό στο χώμα, εισπνοή και πέτρες στην καρδιά του.  Ρίγος. Ο άντρας ξεβράζεται. Νεκρός. Το εκκύκλημα τον απομακρύνει.
            Πράξη 2η : Ο ίδιος άντρας χαϊδεύει τον αέρα. Μουσική. Μελαγχολία της ευτυχίας από το Μάνο Χατζιδάκι. Ο νέος σηκώνεται με ελαφρά βήματα. Χορεύει ευτυχισμένος. Γέρνει, κλείνει τα μάτια και διαλύεται σε χίλια κομμάτια
(Παράλληλα ακούγεται και ένα βάζο που σπάει σε θρύψαλα, η ορχιδέα παραμένει άστεγη και το κύμα που ελευθερώνεται πνίγει το παιδικό κομμάτι του νεαρού) 
            Πράξη 3η: Η αιχμηρή άκρη του γυαλιού έχει καρφωθεί βαθιά στο σκονισμένο σανίδι. Ο άντρας και το μικρό παιδί φέρουν στη σκηνή καθρέφτες ντυμένους με πορφύρα. Μια, χαρίστε μου, μια! Ματιά στα βάραθρα. Ύστερα, απογύμνωση για να βρείτε από πού αναβλύζει το αίμα.
            Πράξη 4η : Στήθος γυμνό, χέρια που τρέμουν, βλέμμα στο παιδί που μαθαίνει ξανά να σχεδιάζει μικρές, μικρές λιμνούλες. «Κρυώνω. Τα χέρια σου… είναι κρύα». Ο άντρας γράφει μια άνω τελεία ανάμεσα στο εσωτερικό των γοφών μου. Σημείο στίξης. Με κοιτάζει. «Έχεις πολύ όμορφη φωνή. Χα, φωνή! Τι υπέροχη λέξη». Χαρούμενος. Οι άνθρωποι δε μιλούν μετά το θάνατο. Ποιο το νόημα; Αγάπη δεν υπάρχει. Εξάλλου κανείς ποτέ δε φοβήθηκε την αιώνια σιωπή. «Σ’ αγαπώ». Τον αγαπώ, γιατί φροντίζει το γυναικείο μου σημάδι. Αιμορραγώ και κανένα παιδί δε γεννιέται. Σφαδάζω και μόνο το αγόρι κλαίει. Πλέον οι λίμνες έγιναν θάλασσες και το γλυκό φιλί, αλάτι.
«Σταματήστε». Θαυμαστικό ανάμεσα στα στήθη μου. Τι είναι όλα αυτά; Τι συμβαίνει;
«Συγγνώμη, θέλω… τέλος πια». Οι απορίες δε λυτρώνουν το μούδιασμα σε βλέφαρα κλειστά. Ένα ακροδάχτυλο αγγίζει τα χείλη μου και έπειτα τη κλειτορίδα. «Σ’αγαπώ». Η φωνή μου ανταποδίδει σαν ηχώ που επιτέλους επέστρεψε από τα πέρατα. «Η τελευταία πράξη είναι δική σου».
            Επίλογος. Δεν υπήρξε ποτέ. 2 θάνατοι ήταν αρκετοί για να διαλυθεί η σκηνή και το αίμα στα δάχτυλα μου. Πρώτα το παιδί και ύστερα εγώ. Ήρθες, ναι ήρθες όντως. Ήμουν γυμνή και έλεγα πως αγαπούσα το τέλος. Ήμουν γυμνή και κανείς δεν μου έδειξε πως η ελπίδα σε σπαράζει. Ήρθες ναι ήρθες. Στερνό τραγούδι μου κρυφό, ποτέ δεν το είπα αρκετά δυνατά να το ακούσεις «Ευχαριστώ για την αιωνιότητα και τη μικρή μου αθανασία».

            Χάθηκες. Επίλογος δεύτερος. Δεν υπάρχουν άνθρωποι, το δωμάτιο είναι κενό. Κείμενα διάσπαρτα, αποσιωπητικά και φράσεις. Οι λέξεις δεν με αντέχουν πλέον. Παράπαια αρκετά, καιρός να εγκαταλείψω. Λέξεις. Για μια φορά ακόμη. Ο θάνατος δεν είναι ποτέ αρκετός για να γλιτώσω.

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Ένας μικρός πρόλογος

«ΠΡΟΛΟΓΟΣ»

«Κύριες και κύριοι, πιωμένοι και υποκριτές νηφάλιοι, καλλιτέχνες και μικροαστοί μου βολεμένοι, καλωσήρθατε»
Εκτενής παύση, ο υποβολέας σηκώνεται, προσφέρει ένα χαρτί στον αρχιμαφιόζο που έχει καταλάβει τη σκηνή.
Το κοινό νιώθει άβολα, αδιόρατες ερωτήσεις ξεπετάγονται, κενά ερωτηματικά. Πού ήρθαμε, τι είναι εδώ.
Ο μίμος ξεροβήχει
«Συγγνώμη, συγγνώμη για την αναστάτωση, το αξιότιμο επιτελείο μου και εγώ θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε πως… αχ πώς να το θέσω κόσμια… δεν υπάρχει παράσταση, όλα ήταν μια απάτη, μια αξιοπρεπέστατη διαφήμιση, σας κατακλέψαμε…ΠΟΥΦ, αέρας, κενό, τίποτα. Μπορείτε να φύγετε, διεκδικήστε τα χρήματα σας πίσω, δε θα σας τα δώσουμε. Άντε σηκωθείτε!»
Το κοινό χαμογελάει. Ο φαρσέρ τους κοιτάζει επίμονα. Το κοινό παραμένει καθισμένο. Ο πιο θαρραλέος φωνάζει: «Επόμενη πράξη»
Το δάκρυ του μίμου ξεφτίζει, καλύπτεται από ένα αληθινό. «Ποια συνέχεια; Μα σας εξήγησα… απάτη, σας παρακαλώ πιστέψτε με, δεν υπάρχει έργο, ούτε πλοκή! Βλαμμένα, καθισμένα όντα! Σηκωθείτε»
Μια καθωσπρέπει κυρία παίζει νευρικά με το φουλάρι της, ο άντρας της σφίγγει τον καρπό της. «Μα δεν επιτρέπω τέτοια γλώσσα. Θεατρίνοι, νομίζουν πως έχουν κάτι να πουν λέγοντας την αλήθεια.» Ευθύς καλύπτει το στόμα της με το μαντήλι, ο σύζυγος της, γνωστός γιατρός και κοσμικός, βεβαίως βεβαίως, την κοιτάζει απορημένος. Από πού και ως που τέτοια δόση σοφίας από μια κυρία της τάξης μας;
«Σας παρακαλώ, ησυχάστε δεν ακούμε τα λόγια του ηθοποιού!» Η γηραιότερη γυναίκα φαίνεται ενοχλημένη, έχει δει πολλές παραστάσεις μα ετούτη εδώ τις έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον, δίχως πλοκή, αλλά τόσο γνώριμη σαν να την έχει δει εκατομμύρια φορές σε ένα γνώριμο, μισοξεχασμένο όνειρο. Εκείνες τις νύχτες της Κατοχής που όλοι φωνάζουν πριν λαλήσει ο κόκορας πως πρέπει να ξυπνήσει. Έρχεται η μέρα της αγρύπνιας. Όχι, όμως, τώρα βρίσκεται σε μια εξελισσόμενη φαρσοκωμωδία, τη ζωή.
«Τη ζωή την αφήσαμε εδώ και ένα τέταρτο, πέντε βήματα πιο πίσω, μαζί με τα παλτό και τις ακριβές εσάρπες μας.» Συμπληρώνει αναστοχαζόμενη η παιδική της φίλη που υπομονετικά κοιτάζει τον ουρανό, παρακαλώντας το Μεγαλοδύναμο να τη γλιτώσει από ένα ακόμη ευτυχές ανούσιο τέλος.
«Κοίτα τις γριές πως σιγοψελλίζουν, κοιτούν το Θεό, σαν κάτι να περιμένουν. Ανόητες κυράτσες, το θάνατο δεν το γλιτώνετε. Γιατί ήρθαμε σήμερα, είχε βραδιά χορού λίγο πιο πέρα. Εσύ και οι φαεινές σου ιδέες. Θα ήταν καλό να δούμε και κάτι του επιπέδου μας για μια φορά. Όχι άλλη εκτόνωση. Χαζομάρες και εγώ σε ακούω. Αν δε βελτιωθεί η κατάσταση, εγώ θα φύγω, με ακούς;» Νεαρός με αίμα βρασμένο, πάθος που εξατμίστηκε και με μία στύση που μαίνεται για τη συνέχεια της βραδιάς. Η κοπέλα τον ακούει στωικά και φαντασιώνεται τις διπλές ρυτίδες των γιαγιάδων. Χρονολαγνεία ή πιο απλά κούραση για τις απαιτήσεις της νεότητας.
Ο ταξιθέτης προχωράει προς τη σκηνή με αργά, σταθερά βήματα. Ροδάκια σέρνονται πάνω στο ξύλο, ο μίμος παραχωρεί τη θέση του στην καρμανιόλα.

«Τη νύχτα σου μιλώ σαν απευθύνομαι σε ευαίσθητη καρμανιόλα.
Μην απορείς οι λέξεις δε λικνίζονται παρά μόνο σαν ακούν το όνομα σου
Γλυκιά, φιλήδονη απογοήτευση μη στραγγίζεις το αλκοόλ από τους εξορισμένους
Μια πρόποση
Σε εσάς που κυλήσατε σε τούτα τα απωθημένα χείλη
Δε σας μισώ, μόνο καταριέμαι τη ζωή που σας χάρισε μόνο τόσες ευκαιρίες
Άγγιξα την παραίσθηση, με φίλησε, με κράτησε και μου έδωσε κάτι παραπάνω από ένα ποίημα για να γράψω»
Θάνατος, χειροκρότημα
«Μα τι ρεαλισμός! Τι ταλέντο! Μπράβο στο σκηνοθέτη»
Κραυγές φόβου από τον αρχιμαφιόζο. Οι θεατές ξεσάλωσαν, ο τολμηρός ορμά στο πιάνο! «Τραγουδήστε σας λέω. Τραγουδήστε για το θάνατο, για την ποίηση! Αχ τι κέφι.»
«Δεν είναι παράσταση. Είναι νεκρός. Νεκρός. Νεκρός» Η φωνή του αργοσβήνει. Ξαφνικά αποκτά ενδιαφέρον, κανείς δε σηκώνεται, κανείς δε φεύγει. Μόνο η γριά. Την καλεί ο ουρανός, με τα μάτια κλειστά και πίστη σε παντοδύναμες υπάρξεις. «Δε βαρεθήκατε, όχι άλλα θεάματα. Γιατί κανείς δεν κινείται;» Όχι άλλο αίμα
Οι πραγματικοί ηθοποιοί βρίσκονται στοιβαγμένοι στα μικρά τους καμαρίνια, κελιά με στροφές, στίχους και ερμηνείες. Υπήρξε παράσταση, ένα παιδικό θεατρικό που ποτέ δεν ανέβηκε. Επαναλήψεις σε σφιγμένες αγκαλιές
«Το σκιάχτρο που έγινε άνθρωπος»
«Ο ήλιος ο μεγάλος, ο φωτεινός»
«Αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ»
«Σας ευχαριστούμε που μας παρακολουθήσατε»
Κάποτε θα καταλάβουν…